υπνωτιστικός

υπνωτιστικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με τον υπνωτιστή ή τον υπνωτισμό (βλ. λ.): Υπνωτιστικές μέθοδοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπνωτιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπνωτιστή ή στον υπνωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπνωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”